νεοδάμαστος

νεοδάμαστος
νεο-δάμαστος [pron. full] [δᾰ], ον,
A = νεόδμητος, Phot. s.v. νεόδμητον, Sch.Lyc.65.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεοδάμαστος — νεοδάμαστος, ον (Α) αυτός που έχει δαμαστεί πρόσφατα …   Dictionary of Greek

  • νεοδάμαστον — νεοδάμαστος masc/fem acc sg νεοδάμαστος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”